Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Μάνα σκέφτομαι να παντρευτώ, τι λες;

Αν υπάρχει ένας θεσµός που περνά κρίση στις µέρες µας πιο πολύ από τους άλλους, είναι ο γάµος. Τα διαζύγια, ο σκοτωμένος έρωτας που στουκάρει πάνω σε απλήρωτους λογαριασμούς, n πεσµένη λίμπιντο, τα media που προµοτάρουν µια ζωή που δεν μοιράζεται, συνωμοτούν εναντίον του θεσµού. Αλήθεια, τι συμβαίνει;




Το αλφαβητάριο που είχα στην πρώτη δημοτικού, Εκδόσεις Διδακτικών Βιβλίων 1975, πριν αρχίσει την αλφαβήτα, είχε µια εικόνα: Σαλόνι σπιτιού μονοκατοικίας. Όλοι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου σε παράταξη. Μια οικογένεια µε τέσσερα παιδιά και µια γιαγιά. Από αριστερά στα δεξιά, ο Μίµης όρθιος κρατώντας στην αγκαλιά του ένα τόπι, ο µπαµπάς καθιστός, δίπλα στο µπαµπά η µητέρα του, η γιαγιά, κι αυτή καθιστά, έχει στην αγκαλιά της το νινί, τη Λόλα. Δίπλα η Άννα, όρθια, κρατάει το µπράτσο της µαµάς που είναι κι αυτή καθιστά. Τελευταία, µε ένα µεγάλο ροζ φιόγκο στο κεφάλι, η µόνη από τα παιδιά που κάθεται σε καρέκλα, η Έλλη. Στον τοίχο, πίσω από το κεφάλι του µπαµπά, η ασπρόµαυρη φωτογραφία του παππού. Που φαίνεται να µας έχει αφήσει χρόνους, όπως κι οι γονείς της µαµάς σε µια άλλη ασπρόµαυρη φωτογραφία, διαγωνίως πάνω από το κεφάλι της. Ο µπαµπάς έχει µουστάκι και η γιαγιά κάτι που δείχνει σαν µουστάκι αλλά, τελικά, αν κοιτάξεις καλύτερα, βλέπεις ότι είναι ρυτίδες. Η γιαγιά είναι ντυµένη στα µαύρα, µάλλον εξαιτίας του παππού. Ο γονείς είναι νέοι. Παρά τα τέσσερα παιδιά, δεν πρέπει να ξεπερνούν τα σαράντα. Όλοι είναι μελαχρινοί εκτός από το νινί, τη Λόλα, που είναι κατάξανθο. Αυτή η διαφορά φαίνεται να µην έχει γίνει αντιληπτή ή, τουλάχιστον, δεν προκαλεί εκνευρισµό σε κανένα – η οικογένεια δείχνει απόλυτα ήρεµη κι ευτυχισµένη. Από τότε δεν ξαναείδα τέτοια οικογένεια.

Μεγάλωσα στο κέντρο της πόλης. Μεγάλωσα ακούγοντας τους ήχους από το ασανσέρ και τους σωλήνες της κεντρικής θέρμανσης, τα λεωφορεία που διέσχιζαν τη Λεωφόρο Στρατού, τις σειρήνες που έσπευδαν στο Ιπποκράτειο. Μεγάλωσα ακούγοντας τους γείτονες να µαλώνουν. Και οι δικοί µου µάλωναν, αλλά οι γείτονες πιο συχνά. Μαλώναν κάπου δεξιά επάνω, όπως κοίταζα το ταβάνι ξαπλωµένος στο κρεβάτι µου. Μαλώναν σχεδόν κάθε βράδυ, σα να κάναν απολογισµό, για το τι ενόχλησε τον ένα στον άλλο κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Για ένα διάστηµα σκεφτόµουν πώς θα ήταν. Τα πρόσωπά τους, τις εκφράσεις του όταν έλεγε "θα σε στείλω στη µάνα σου", τις εκφράσεις της όταν απαντούσε "θα σε βόλευε αυτό για να φέρνεις εδώ τις τσούλες σου". Σκεφτόµουν, πάντα, το σπίτι τους γεµάτο κόσµο. Μανάδες, τσούλες, τις µαλακισµένες τις φίλες της που της 'βαζαν λόγια, τον κουµπάρο τον αναίσθητο που δε σκέφτεται ότι τον περιµένει γυναίκα και τον κρατάει έξω µέχρι τις τρεις, θείους και θείες που είπαν πως εκείνη άξιζε καλύτερη τύχη, καλύτερες γυναίκες συναδέλφων που ούτε το δαχτυλάκι τους δεν µπορούσε εκείνη να φτάσει. Μερικές φορές είχε πλάκα. Τα βράδια που την τσάκιζε στο ξύλο και οι γείτονες καλούσαν την αστυνομία, δεν είχε.

Ίσως να οφείλεται σε αυτό, αλλά από τότε θεωρούσα πως ο γάµος περιέχει περισσότερους από τους δύο που παντρεύονται. Και πως είναι πολύ δύσκολο να συνεννοηθούν όλοι αυτοί. Όταν διάβαζα ότι ένα στα τρία ζευγάρια, στα αστικά κέντρα, καταλήγουν σε διαζύγιο, το έβρισκα φυσιολογικό.

Αργότερα συνάντησα ένα σωρό ανθρώπους που είχαν µεγαλώσει µε το δόγµα πως ο γάµος ισοδυναμούσε µε την ολοκλήρωσή τους. Με την κοινωνική αναγνώριση στα κλειστά περιβάλλοντα από τα οποία, τις περισσότερες φορές, προέρχονταν. Γάµος σήµαινε οικονοµική, βασικά, εξασφάλιση, κι αυτοί ήθελαν να εξασφαλιστούν. Για αυτούς ήταν, σχεδόν, κίνηση καριέρας να παντρευτούν άµεσα. Νέοι άνδρες και γυναίκες παρθένες (ή περίπου). Τους παρακολουθούσα να γερνάνε πρόωρα, να χάνουν τη µετεφηβική τους ηλικία υφαίνοντας αόρατους αργαλειούς πίστης και αφοσίωσης σε ανθρώπους πλουσιότερους από εκείνους. Αραιά και που επιχειρούσαν προσεγγίσεις µε εµάς τους συνομήλικους πληβείους. Εκείνοι ήταν αντιπρόεδροι διοικητικών συμβουλίων στο εργοστάσιο του πεθερού κι εµείς σκερβελέδες. Εµείς δεν ξέραµε πού και µε τι να πρωτοµεθύσουµε κι εκείνες έπλητταν στην ακινησία ενός σπιτιού γεµάτο φιλιπινέζους υπηρέτες. Ήταν προσεγγίσεις, από την αρχή, καταδικασµένες. Τους παρακολουθούσα, µέσα στο κουστούµι του άχαρου ρόλου τους µε τη δυναµική του αµφιβόλου αξίας στόχου τους, να προσπαθούν να ξεχάσουν το σπίτι που ο πεθερός είχε γράψει στο όνοµά τους, να ξεχάσουν το µονόπετρο, τα χρυσαφικά και τη κόκκινη B.M.W που τις περίµενε έξω από τη προαστιακή µονοκατοικία. Και να φερθούν φυσικά. Χωρίς επιτυχία.

Ίσως να οφείλεται σε αυτό, αλλά από τότε θεωρούσα πως ο γάµος στραγγαλίζει καθετί φυσικό και αυθόρµητο. Πως είναι ένα "κοινωνικό συµβόλαιο" που πρέπει να έχεις κάποιο σοβαρό πρόβληµα για να το υπογράψεις. Όταν διάβαζα πως οι ερευνητές υποστήριζαν πως ο γάµος, ως κοινωνική συνθήκη, πρόκειται να εκλείψει και πρέπει οι εργένηδες, σιγά σιγά, να αποκτήσουν τα φορολογικά (κι άλλα οφέλη) που απολαμβάνουν οι παντρεμένοι, έλεγα, ναι, ναι, και βέβαια, έτσι πρέπει να γίνει.

Παράλληλα γνώριζα τους ανθρώπους που είχαν διαμορφωθεί από το life style. Ανθρώπους που είχαν άποψη και μπορούσαν να σου πουν τι πρέπει να κάνεις µέχρι τα τριάντα ή πώς να ρίξεις µια γυναίκα σε δέκα κινήσεις ή πώς, αυτό βασικά, να αγοράσεις κάτι που θα σε κάνει να ξεχωρίζεις τη µέρα του γάµου σου. Αλλά όχι πώς να πετύχεις σε αυτόν. Όχι τι να κάνεις µετά. Εάν π.χ. χάσεις τη δουλειά σου κι η γυναίκα σου περιµένει παιδί. Ή χάσει εκείνη τη δουλειά της επειδή περιµένει παιδί. Ή δεν µπορείτε να κάνετε παιδί. Ή κάνετε παιδί και δεν υπάρχει κάποιος να σας βοηθήσει, επειδή δουλεύετε και οι δύο. Και έχετε άγχος. Αόριστα πρότειναν και ακολουθούσαν οι ίδιοι το νέο μοντέλο γάµου και οικογένειας, αυτό στο οποίο µπορείς να συνδυάσεις τη σχέση µε την ελευθερία. Το εγώ µε το εµείς. Τα οφέλη της ανεξαρτησίας και τα οφέλη της δέσμευσης. Ως αυτόνοµες καταστάσεις, χωρίς το ένα να λαµβάνει υπόψη του το άλλο. Μια συνθήκη διαµετρικά αντίθετων επιλογών όπου κανένας δεν πληγώνεται. Και το σκύλο χορτάτο, πρότειναν, και την πίτα ολόκληρη. Επιλογές χωρίς τίµηµα. Οι πεινασμένοι ας φάνε παντεσπάνι. Και αφού τα έλεγαν όλα αυτά, κάτι στράβωνε, πάντα κάτι στράβωνε και µένανε µόνοι και πλάκωναν µετά τις χούφτες µε τα αντικαταθλιπτικά και κλείνονταν σπίτι για µήνες ολόκληρους.

Ίσως να οφείλεται σε όλα τα παραπάνω, αλλά είχα καταλήξει στο συµπέρασµα πως κάθε µοντέλο σχέσης που γνώριζα είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Περπατώντας ανάµεσα στα ερείπια των µοντέλων αυτών, γνώρισα τη γυναίκα µε την οποία ήθελα να περάσω τη ζωή µου.

Νοµίζω, τελικά, ότι δε ξέρω τίποτα για το γάµο. 'Ο,τι ήξερα ήταν ή αποδείχθηκε λάθος. Κανείς δεν µπορεί να σου πει πώς να ζήσεις, πολύ περισσότερο πώς να ζήσεις µε κάποιον άλλο. Και για αυτό πρέπει να το κάνεις µόνος. Μαζί µε τον άλλο. Γκρεµίζοντας ό,τι µπλέκεται στα πόδια σας. Διώχνοντας τους αουτσάιντερ, βουλώνοντας το στόµα των ειδικών που υποτίθεται µπορούν να σας οδηγήσουν σε ασφαλή µονοπάτια σχέσης. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγµα. Δεν υπάρχουν ασφαλή µονοπάτια. Δρόµοι χαραγµένοι από άλλους. Πρέπει να πάµε από τα απάτητα, εάν θέλουµε να µείνουµε µαζί. Να σκαρφαλώσουµε, να τρέξουµε, να ρίξουµε µαύρη πέτρα πίσω µας, να χάσουµε τα πορτοφόλια και τα ρούχα µας, να τα βάλουµε µε άγρια θηρία. Δεν πρέπει να φοβηθούµε, εάν θέλουµε να είµαστε µαζί, αγάπη µου, πλέον δεν υπάρχει άλλος τρόπος.


του Παναγιώτη Ιωσηφέλη

Εικόνα: Ελένη Βράκα



πηγή:parallaximag.gr

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Το ialmopia.gr επιτρέπει στον χρήστη να αναρτά τα σχόλια και τις απόψεις του σε επίκαιρα θέματα/συζητήσεις. Τα σχόλια και οι απόψεις αυτές εκφράζουν αποκλειστικά τις προσωπικές θέσεις του εκάστοτε χρήστη και δεν υιοθετούνται από το ialmopia.gr. Σε κάθε περίπτωση, ο χρήστης οφείλει να εκφράζεται με τρόπο ώστε να μην παραβιάζει τους ελληνικούς νόμους. Σε αντίθετη περίπτωση, το ialmopia.gr διατηρεί το δικαίωμα να αποκλείει το χρήστη από την εν λόγω υπηρεσία.

Με εκτίμηση, Η συντακτική ομάδα του ialmopia.gr

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *