Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Μπορεί το κακό να είναι αστείο; Του Πέτρου Τατσόπουλου



Πενήντα χρόνια μετά τη δημοσίευση του «Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ», δύσκολα μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο
θορύβησε τους ομοεθνείς της –αλλά και όλο τον υπόλοιπο κόσμο– η τραυματική διαπίστωση της εβραίας Χάνα Άρεντ: το Κακό μπορεί να είναι τετριμμένο, να είναι κοινότοπο, να είναι μπανάλ.΄Οσοι είχαν επιβιώσει από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν έτοιμοι να συμφιλιωθούν με την ιδέα πως είχαν πέσει θύματα μιας δαιμονικής δύναμης του Κακού –ανάλογης με τη φονική μανία του συνταγματάρχη Κουρτς, όπως θα τον ερμήνευε αργότερα ο Μάρλον Μπράντο–, αλλά όχι κι ενός δημοσίου υπαλλήλου σαν τον Άντολφ Άιχμαν, κάποιου που εκτελούσε διαταγές ολέθρου με την ίδια βαριεστημάρα που ένας άλλος συντοπίτης του θα καθάριζε τον κηπάκο του από τα αγριόχορτα. Η διανοητική σύλληψη της ΄Αρεντ δεν ήταν μονάχα ρηξικέλευθη. ΄Ηταν και προσβλητική. Εάν αφέθηκες να σε εξοντώσει ο κύριος Κανένας, δικαιούσαι άραγε να επαίρεσαι για το δικό σου ηθικό ανάστημα;

Σήμερα πια γνωρίζουμε ότι η ΄Αρεντ είχε δίκιο. Πλήθος μαρτυριών –όπως η γραπτή μαρτυρία του Ρούντολφ Χες, διοικητή του ΄Αουσβιτς, λίγους μήνες προτού οδηγηθεί στην αγχόνη– πιστοποιούν ότι το Κακό όχι μόνο μπορεί να είναι κοινότοπο, αλλά και αυτή ακριβώς η κοινοτοπία είναι ο ομφάλιος λώρος που το συνδέει με το μέσο άνθρωπο. Ο μέσος άνθρωπος δεν μένει εμβρόντητος απέναντι στο Κακό – τουναντίον το αναγνωρίζει ως σάρκα εκ της σαρκός του, σαχλό και πληκτικό όσο και ο ίδιος. Στα χρόνια, όμως, που μεσολάβησαν το Κακό τείνει να προσλάβει και μια ακόμη πιο επικίνδυνη διάσταση: να καταστεί αστείο. Μεγάλη και κατά πώς φαίνεται μοιραία ήταν η εισφορά του Χόλιγουντ. Δεκάδες ήρωες του Κακού, από τον Τζακ Νίκολσον έως τον Ντάνι ντε Βίτο, είχαν και μια έντονα φαιδρή πλευρά – για να μην πούμε ότι αυτή ακριβώς ήταν και η πλευρά που κυριαρχούσε επί των υπολοίπων. Ξεχνούσες γρήγορα τα κρίματά τους. Δεν ξεχνούσες τις γκριμάτσες.

Το εγχώριο Χόλιγουντ προσαρμόστηκε φυσικά στο εγχώριο μπάτζετ. Οι κατασκηνώσεις της Χρυσής Αυγής στην Κρήτη θυμίζουν αντίστοιχες επικές σκηνές μιλιταριστικής εκπαίδευσης από τον «Θου-Βου, Μυστικό Πράκτορα 000». Οι σχηματισμοί με τους μαιάνδρους στις Θερμοπύλες αποτυχημένη οντισιόν για συμμετοχή σε μιούζικαλ του Δαλιανίδη. Ο Ηλίας Παναγιώταρος έναν κουρεμένο γουλί Στηβ Ντούζο και ο Ηλίας Κασιδιάρης, όταν σουφρώνει τα χείλη, τάλε κουάλε τη Μέμα Σταθοπούλου. Είναι αλήθεια. Οι φασίστες μας βγάζουν χοντρό γέλιο. Μπορεί αυτές οι ατσούμπαλες ρεπλίκες να μην είναι άκακες κατά βάθος; Δεν θέλεις να κάνεις γκίλι-γκίλι στα προγούλια; Να ζουλήξεις τις σαπιοκοιλιές; Παίρνεις τις απειλές τους τοις μετρητοίς; Φοβάσαι τους πλακατζήδες;

Έτσι φτάνουμε και στη μέγιστη παρανόηση. Θεωρούμε ότι το αστείο παροπλίζει το Κακό, όπως οι συγκαιρινοί της ΄Αρεντ θεωρούσαν ότι το Κακό και το μπανάλ αποκλείεται να συγχρωτίζονται. Πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος που γελάει –ή που μας κάνει να γελάμε– είναι ανίκανος να στήσει αύριο, αν του δοθεί η ευκαιρία, το σκηνικό μιας τραγωδίας. Υποτιμούμε σε βαθμό εγκληματικό τη δύναμη του βλάκα να πάρει τη ρεβάνς – ιδίως αν, όλα αυτά τα χρόνια, διάβαζε στο βλέμμα μας τη βλακεία του, την κατάπινε και την ανακάτευε με τη μοχθηρία. Είμαστε βαθιά άρρωστοι. Δεν πάσχουμε από καμιά σπάνια εξωτική ασθένεια, απεναντίας –θα μας έλεγε και η ΄Αρεντ– πάσχουμε από την πιο συνηθισμένη, την πιο διαδεδομένη ασθένεια του κόσμου. Η ασθένειά μας έχει όνομα –εθελοτυφλία– αλλά δεν έχει θεραπεία, τουλάχιστον έγκαιρη. Συνήθως παίρνουμε την αντιβίωση όταν είναι πια αργά. Πάμε καλλιά μας. Σκασμένοι στα γέλια.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *